ξεχαρβάλωμα — το [ξεχαρβαλώνω] 1. άτεχνη ή λόγω παλαιότητας διάλυση ενός αντικειμένου στα μέρη από τα οποία αποτελείται, χάλασμα, εξάρθρωση, αποσύνθεση 2. μτφ. διαταραχή τού κανονικού ρυθμού λειτουργίας μιας υπηρεσίας ή ενός οργανισμού, αποδιοργάνωση … Dictionary of Greek
εξάρθρωση — η (Α ἐξάρθρωσις) [εξαρθρώνω] εξάρθρωμα, «βγάλσιμο», λύση τής αρθρώσεως, διάστρεμμα, στραμπούλιγμα νεοελλ. λύση τών συνδετικών δεσμών, αποσύνθεση, αποδιοργάνωση, ξεχαρβάλωμα, διάλυση … Dictionary of Greek
Ρεμπό, Αρτίρ — (Rimbaud, Σαρλβίλ, Αρδένες 1854 – Μασαλία 1891). Γάλλος ποιητής. Ο πόθος της ελευθερίας και η τραγική ανησυχία που θα κυριαρχούσαν στην ποιητική εμπειρία και στη ζωή του προαναγγέλθηκαν πολύ πρώιμα. Το 1870 δημοσίευσε σε ένα περιοδικό την πρώτη… … Dictionary of Greek
εξάρθρωση — η 1. η λύση της άρθρωσης, στραμπούλιγμα, εξάρθρωμα, βγάλσιμο. 2. μτφ., αποσύνδεση, παράλυση της συνοχής, ξεχαρβάλωμα: Η εξάρθρωση της οργάνωσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαραβάλιασμα — το, ατος φθορά, ξεχαρβάλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)